ALPHABANK
- 20 Οκτ 2023
- οικονομία
Το εποχικά διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οριακά κάτω από το 11%, προσεγγίζοντας τα επίπεδα που είχαν καταγραφεί πριν από την οικονομική κρίση (Νοέμβριος και Δεκέμβριος 2009: 10,7%).
Οπως επισημαίνει η Alpha Bank στο τακτικό δελτίο της για την ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις διαθέσιμες προβλέψεις (Προσχέδιο Κρατικού Πρoϋπολογισμού 2024, Οκτώβριος 2023), η απασχόληση θα συνεχίσει να αυξάνεται στη χώρα μας με ρυθμό 0,9% το 2024 (από 1,4%, το 2023), με αποτέλεσμα το ποσοστό της ανεργίας να παραμείνει σε πτωτική τροχιά στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Παρά την τάση δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας που υπαγορεύεται από την ισχυρή δυναμική των επενδύσεων, το ποσοστό της ανεργίας προσεγγίζει το φυσικό του επίπεδο, δηλαδή εκείνο που οφείλεται στη διαρθρωτική ανεργία και όχι σε διαταραχές του οικονομικού κύκλου.
Ένας πολύτιμος δείκτης είναι το ποσοστό «υποτονικότητας» της αγοράς εργασίας (Labour Market Slack), το οποίο αντανακλά τον βαθμό υποχρησιμοποίησης του ανθρώπινου κεφαλαίου, είτε οφείλεται σε κυκλικούς παράγοντες είτε σε διαρθρωτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Το ποσοστό αυτό, αν και έχει βελτιωθεί το πρώτο εξάμηνο του 2023, παραμένει σε υψηλό επίπεδο.
Ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, των νέων και των γυναικών, καθώς και η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου με τις απαιτούμενες από την αγορά εργασίας, είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους η ανεργία στη χώρα μας παραμένει σε συγκριτικά υψηλό επίπεδο.
Οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που θα υλοποιηθούν τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα, πρωτίστως στο πλαίσιο της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην αύξηση των θέσεων εργασίας και στην προώθηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, στην ψηφιοποίηση της εκπαίδευσης όλων των επιπέδων, στην αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και στην ενίσχυση των δεσμών μεταξύ του ακαδημαϊκού και του παραγωγικού τομέα, με αποτέλεσμα την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στο τελευταίο, θα απαιτηθεί αναπροσανατολισμός των κινήτρων στο πεδίο της μετάβασης των επιχειρήσεων σε καινοτομίες και νέες αγορές, έτσι ώστε με τη σειρά τους να προσελκύσουν το ταλέντο υψηλής εξειδίκευσης και καινοτομίας που θα αποτελέσει το φυτώριο για τη διαμόρφωση ενός ισχυρού οικοσυστήματος εταιρειών υψηλής τεχνολογίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν και το ποσοστό για επενδύσεις σε Έρευνα και Ανάπτυξη (R&D) έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία έτη, από 0,6% του ΑΕΠ το 2010 σε 1,5% το 2021, απέχει σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,3% του ΑΕΠ).