ECOFIN
- 17 Ιουλ 2024
- οικονομία
Πραγματοποιήθηκε χθες η συνεδρίαση του ECOFIN, στην οποία την Ελλάδα εκπροσώπησε o Υπουργός Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης εγκρίθηκαν εκτελεστικές αποφάσεις για τροποποιήσεις ως προς το Ταμείο Ανάκαμψης της Ελλάδας, της Φινλανδίας, της Γερμανίας, της Πολωνίας και της Κύπρου.
Κατά τη συζήτηση του ECOFIN, ο Κωστής Χατζηδάκης και όλοι οι υπουργοί οικονομικών που έλαβαν το λόγο, υπενθύμισαν προς την Ουγγρική Προεδρία ότι η Ουκρανία θα πρέπει να παραμείνει στις προτεραιότητές της, καταδικάζοντας παράλληλα τη ρωσική εισβολή.
Όσον αφορά τώρα την πορεία υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης καταγράφηκε ότι η Ελλάδα έχει ήδη εισπράξει 14,9 δισ. ευρώ (7,6 δισ. επιδοτήσεις και 7,3 δισ. δάνεια) κατέχοντας σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις στην ΕΕ ως προς τις απορροφήσεις. Επίσης τους επόμενους μήνες αναμένεται η εκταμίευση από την ΕΕ των 3,3 δισ. ευρώ του 4ου αιτήματος πληρωμής (998,6 εκατ. ευρώ επιδοτήσεις και 2,3 δισ. δάνεια).
Επομένως, η συνολική ρευστότητα από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης θα ανέλθει σε 18,2 δισ. ευρώ περισσότερο από το μισό του συνολικού διαθέσιμου προϋπολογισμού.
Στο πλαίσιο του ECOFIN εγκρίθηκαν επίσης οι ειδικές ανά χώρα συστάσεις (CountrySpecificRecommendations) και συμπεράσματα σχετικά με τις Εμπεριστατωμένες Επισκοπήσεις (In DepthReviews) του 2024, που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Είναι άξιο αναφοράς ότι με βάσει τις τελευταίες εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το δημόσιο χρέος στην ΕΕ εξακολουθεί να είναι σχεδόν 4 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το προ πανδημίας επίπεδό του (από 77,8 το 2019 σε 81,7 το 2023) ενώ στην Ελλάδα έχει μειωθεί από 180,6% το 2019 σε 161,9% το 2023 δηλαδή κατά 18,7 ποσοστιαίες μονάδες.
Τη Δευτέρα στη συζήτηση που έγινε στο πλαίσιο του Eurogroup για τη λεγόμενη έκθεση Λέττα που αφορά στη ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ο κ. Χατζηδάκης σημείωσε ότι «αν η Ευρώπη θέλει παραπάνω επενδύσεις πρέπει να έχει και αντίστοιχα υψηλές φιλοδοξίες. Να μη μένει απλώς στις διακηρύξεις και στις εκθέσεις. Όσο καθυστερούμε αυτό αποβαίνει εις βάρος μας».
Στη συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα ο πρώην Πρωθυπουργός της Ιταλίας κ. EnricoLetta παρουσίασε τα βασικά συμπεράσματα της πρόσφατης έκθεσής του για το μέλλον της κοινής αγοράς. Στην παρέμβασή ο κ. Χατζηδάκης εστίασε στην ανάγκη τόνωσης, τόσο των ιδιωτικών όσο και των δημοσίων επενδύσεων και ανέπτυξε τις βασικές παραμέτρους που μπορεί να συμβάλουν σε αυτό το στόχο:
Προώθηση της ενοποίησης των κεφαλαιαγορών προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας πραγματικής Ένωσης Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων – όπως προτείνει η έκθεση Λέττα.
Ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, με εγγύηση των καταθέσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα συμβάλει άμεσα και έμμεσα στην ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων.
Ευρωπαϊκή πολιτική δημόσιων προμήθειών, όπου αυτό είναι δυνατόν, με βάση τις κοινές προμήθειες που έγιναν πρόσφατα για τα εμβόλια και το φυσικό αέριο. Αυτή η πολιτική θα μειώσει το κόστος και θα ενισχύσει τη δυναμική της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Περαιτέρω χρήση και ανάπτυξη της πρωτοβουλίας «Σημαντικά Έργα Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος» ώστε να ενισχυθεί η χρηματοδότηση επενδύσεων σε στρατηγικούς σημασίας τομείς όπως η δημιουργία ενεργειακών δικτύων ιδίως ηλεκτρισμού καθώς και η άμυνα (πχ. το ευρωπαϊκό σύστημα αεράμυνας). Σημειώνεται εδώ ότι η δημιουργία διευρωπαϊκών δικτύων ηλεκτρισμού θα συμβάλει στη μείωση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας.
Πιο ενεργή συμμετοχή των εθνικών συνταξιοδοτικών ταμείων στις κεφαλαιαγορές, ώστε να βελτιωθεί η αξιοποίηση των κεφαλαίων τους, με τις απαραίτητες φυσικά εγγυήσεις σωστής διακυβέρνησης και βιωσιμότητας.
Επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο, ώστε να διευκολυνθεί η διάχυση νέων γνώσεων και τεχνολογιών, βασική προϋπόθεση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Στο πλαίσιο της συνεδρίασης υιοθετήθηκε κοινή δήλωση του Eurogroup για τον δημοσιονομικό προσανατολισμό της ευρωζώνης στην οποία επισημαίνεται ότι η απαραίτητη εξυγίανση στα δημόσια οικονομικά των κρατών μελών θα πρέπει να γίνει με τρόπο που να μη θίγει την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ενισχύει την παραγωγικότητα και να διατηρεί ή να αυξάνει τις επενδύσεις, οι οποίες παραμένουν ουσιαστικές για μια ανταγωνιστική, δυναμική και ανθεκτική οικονομία.