ΣΕΒ
- 06 Οκτ 2023
- επικαιρότητα
Στον πυρήνα λειτουργίας της βάζει η ελληνική βιομηχανία την περιβαλλοντική βιωσιμότητα με την ενσωμάτωση τεχνολογιών αιχμής και την ανάληψη δράσεων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, με βάση όσα αναφέρει ο ΣΕΒ σε ειδική ανάλυση που δημοσίευσε με τίτλο ”Σχέδιο και τομές για τη βιομηχανία των δυνατοτήτων μας”.
“Η ελληνική βιομηχανία σήμερα στηρίζει την ευρωπαϊκή φιλοδοξία για κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2050, επενδύει στις ΑΠΕ και τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, και βελτιώνει την αποτελεσματικότητα αξιοποίησης των πόρων” τονίζει η Έκθεση που μεταξύ άλλων αναφέρει:
- Η Ελλάδα μεταβαίνει σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας. Το 61,3% της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος προέρχεται από ΑΠΕ, έναντι 32% πριν από 12 χρόνια, σημαντικό μέρος της οποίας προέρχεται από μονάδες που έχουν εγκαταστήσει εγχώριοι βιομηχανικοί/ενεργειακοί όμιλοι. Βάσει της επίδοσης αυτής, η χώρα κατατάσσεται στην 7η θέση της ΕΕ, και κινείται σταθερά υψηλότερα από τον μ.ό.. της Ε.Ε.
- Η συμμετοχή του κλάδου στην κατανάλωση ενέργειας είναι χαμηλότερη σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, απαρτίζοντας μόλις το 17% των αναλωθέντων πόρων.
- Η βιομηχανία έχει μειώσει κατά 43% τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου τα τελευταία 10 χρόνια καταγράφoντας την 6η μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ. Σήμερα εκπέμπει το 47,5% του συνόλου από 59% το 2010. Η μείωση αυτή οφείλεται τόσο σε εξωγενείς παράγοντες όπως η οικονομική κρίση, όσο και στο ενισχυμένο αποτύπωμα των ΑΠΕ και του φυσικού αερίου στον ενεργειακό χάρτη, και σε δράσεις βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης από τις βιομηχανίες.
- Η βιομηχανία λειτουργεί με σταδιακά μεγαλύτερη παραγωγικότητα πόρων, επομένως χρησιμοποιεί πιο αποτελεσματικά τους πόρους της για να παράγει πλούτο. Το τελευταίο έτος, για κάθε τόνο πετρελαίου που ανάλωσε, παρήγαγε αξία €9,7 χιλ., έναντι €7 χιλ. το 2010, επίδοση που κατατάσσει την Ελλάδα στην 9η θέση στην ΕΕ.
Οι στόχοι για το μέλλον
Σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΕΒ υπάρχουν οι εξής άξονες προτάσεων.
Δηλαδή:
- Περαιτέρω μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Αν και ο όγκος των αερίων που προέρχονται από τη βιομηχανία έχει μειωθεί σημαντικά, απαιτούνται δράσεις περαιτέρω βελτίωσης. Μάλιστα, ο δείκτης έντασης είναι ακόμα αρκετά υψηλός: για κάθε ευρώ παραγόμενου προϊόντος, η βιομηχανία εκλύει 1,74 kg (24η θέση), έναντι 0,97 kg στην ΕΕ, αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κλάδων της βιομηχανίας.
- Ουσιαστική εφαρμογή της κυκλικής οικονομίας σε κρίσιμους τομείς, όπως η διαχείριση αποβλήτων, η ανακύκλωση και ο βαθμός κυκλικότητας στη χρήση υλικών. H κυκλική χρήση υλικών ανήλθε σε 5,4% το 2020 (από 2,4% το 2016), όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 12,8%. Μέχρι στιγμής, στην οικονομία επανεισάγονται περιορισμένες ποσότητες δευτερογενών υλικών. Παράλληλα, παραμένει το υψηλό ποσοστό ταφής στη διαχείριση αστικών αποβλήτων (80%, έναντι 37,6% στην ΕΕ, 25η επίδοση στην ΕΕ), ενώ το ποσοστό ανακύκλωσης είναι μόλις 21% (έναντι 48,6% στην ΕΕ).
- Περαιτέρω βελτίωση της παραγωγικότητας των πόρων. Η Ελλάδα σημειώνει σταθερή βελτίωση την τελευταία δεκαετία στην αποτελεσματική χρήση των πόρων της για την παραγωγή πλούτου (€1,77/kg), αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται σε σχέση με την ΕΕ (€2,09/kg).
Παράλληλα, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι θα πρέπει και το κράτος να υποστηρίξει την προσπάθεια των επιχειρήσεων για μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, π.χ. αίροντας τις αδυναμίες του ρυθμιστικού πλαισίου στην αδειοδότηση και την χωροταξία. Παρά τις επιμέρους βελτιώσεις, παραμένουν οι σημαντικές καθυστερήσεις για την παροχή περιβαλλοντικών αδειών, εκκρεμότητες στα χωροταξικά σχέδια ενώ και οι προβλέψεις του κλιματικού νόμου (Ν. 4936/2022) αναμένεται να αυξήσουν σημαντικά τον φόρτο των αρχών αδειοδότησης.
Το υψηλό ενεργειακό κόστος – τροχοπέδη για την ανταγωνιστικότητα
Όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, η ταχεία μετάβαση σε φτηνή και καθαρή ενέργεια είναι απολύτως κρίσιμη προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας αλλά και της οικονομίας γενικότερα. Παρά τη μείωση σε σύγκριση με την κορύφωση του καλοκαιριού του 2022, οι τιμές ενέργειας στην Ευρώπη εξακολουθούν να είναι υψηλές, και σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη, πολλώ δε μάλλον εκτός Ε.Ε., όπως οι ΗΠΑ. η τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας παραμένει σε επίπεδα πάνω από 100 €/MWh σε πολλά κράτη μέλη, τιμή περίπου δύο φορές υψηλότερη από το προ κρίσης επίπεδο (για παράδειγμα, το 1ο τρίμηνο του 2021, η μέση χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ήταν €53,50). Την ίδια ώρα, Το φυσικό αέριο κυμαίνεται σήμερα στην τιμή των 35 €/MWh περίπου.
Εντός ΕΕ, η Ελλάδα εξακολουθεί να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με το υψηλότερο ενεργειακό κόστος. Τον Αύγουστο του 2023 η τιμή της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα ήταν 109,33 €/MWh, όταν στη Γερμανία ήταν 94,41 €/MWh, τη Γαλλία 90,96 €/MWh, την Ισπανία 96,09 €/MWh και την Πορτογαλία 97,91 €/MWh[1].
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, βασική επιδίωξη σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο πρέπει να είναι η διασφάλιση ανταγωνιστικού κόστους ενέργειας, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα πρόβλεψης της εξέλιξης των τιμών και την παραγωγή και διάθεση «πράσινης» ενέργειας.
Οι προκλήσεις για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων κατά την ενεργειακή μετάβαση αφορούν μεταξύ άλλων:
- Την εφαρμογή μηχανισμών και εργαλείων για τη συγκράτηση του ενεργειακού κόστους σε περιόδους κρίσης.
- Την ενίσχυση και επέκταση των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και των νέων διασυνδέσεων, μέσω των οποίων θα μπορέσει η Ελλάδα να καταστεί ενεργειακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
- Τη δημιουργία επαρκών ενεργειακών δικτύων για την αξιοποίηση των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για τη βιομηχανία.
- Τη χρηματοδότηση επενδύσεων πράσινης μετάβασης σε νέες τεχνολογίες όπως είναι ενδεικτικά η δέσμευση / αποθήκευση CO2.
Η διασφάλιση επάρκειας ενέργειας σε ανταγωνιστικό κόστος, παράλληλα με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας και του παραγωγικού ιστού της οικονομίας είναι στο επίκεντρο μιας αποτελεσματικής βιομηχανικής πολιτικής.
Παράλληλα, όπως αναφέρεται, πρέπει να στηριχθεί η προσπάθεια επίτευξης των κλιματικών στόχων που έχουν συμφωνηθεί σε διεθνές επίπεδο, σε ένα ασταθές και έντονα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Σε αυτή την πορεία, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν:
- Η υποστήριξη της κλιματικής φιλοδοξίας με ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που θα διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού στις παγκόσμιες αγορές, ώστε η κλιματική μετάβαση να λειτουργήσει προς όφελος της οικονομίας και της κοινωνίας, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα ότι ο κίνδυνος «διαρροής άνθρακα και επενδύσεων» (carbon and investmentleakage), δηλαδή μεταφοράς επενδύσεων σε τρίτες χώρες χωρίς αντίστοιχο κόστος άνθρακα, αποτελεί ήδη πραγματικότητα.
- Η θέσπιση μέτρων χρηματοδοτικής στήριξης για την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών και η διασφάλιση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση από την αγορά.
- Οι απαραίτητες προϋποθέσεις στήριξης ώστε να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας από τις νέες προβλέψεις στο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ETS) και τον καινούργιο Μηχανισμό Συνοριακής Προσαρμογής Άνθρακα (CBAM)
Προτάσεις
Οι προτάσεις του ΣΕΒ για τη βιομηχανία σήμερα και στο μέλλον εστιάζουν σε 5 επιδιώξεις:
- Ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας που αξιοποιεί τεχνολογίες αιχμής, απασχολεί εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό, συνεισφέρει στην αύξηση των εξαγωγών και συμβάλει καθοριστικά στη βιώσιμη ανάπτυξη και την κυκλική οικονομία.
- Επενδυτική κινητοποίηση μέσα από ειδικά προγράμματα ενθάρρυνσης επενδύσεων μεσαίας και μεγάλης κλίμακας, αποτελεσματικούς μηχανισμούς έγκρισης και αδειοδότησης νέων επενδύσεων, άρση αντικινήτρων στο φορολογικό πλαίσιο και ευθυγράμμιση των φορολογικών πρακτικών με αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
- Διεθνή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στην πορεία προς την πράσινη μετάβαση και προσαρμογή της αγοράς ενέργειας για αδιάλειπτη πρόσβαση σε πράσινη ενέργεια σε λογικό κόστος.
- Ενίσχυση των γνώσεων και δεξιοτήτων σε ένα σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, μέσα από τη δημιουργία σύγχρονων δομών για την κάλυψη των αναγκών σε σύγχρονες τεχνικές και τεχνολογικές ειδικότητες και την εναρμόνιση των ρυθμίσεων στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα με πρακτικές της υπόλοιπης ΕΕ.
- Μείωση της γραφειοκρατίας και των διοικητικών βαρών της νομοθεσίας στη λειτουργία των επιχειρήσεων μέσα από μεγαλύτερη διαλειτουργικότητα συστημάτων της δημόσιας διοίκησης, δραστική απλοποίηση υπηρεσιών και διαδικασιών πριν τη ψηφιοποίηση τους, απλοποίηση της αδειοδότησης εγκαταστάσεων και επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης.