ΔΙΚΗ ΠΙΣΠΙΡΙΓΚΟΥ
- 11 Ιαν 2024
- επικαιρότητα
Τη δική της αλήθεια για τα γεγονότα που ακολούθησαν το θάνατο της Τζωρτζίνας παρέθεσε στο δικαστήριο η Ρούλα Πισπιρίγκου συνεχίζοντας για τέταρτη μέρα την απολογία της.
«Με είχαν καταδικάσει πριν γίνω ύποπτη…» είπε ενώ, λίγο νωρίτερα φορτισμένη, έδειξε στους δικαστές τους νάρθηκες και το κολάρο που φορούσε η Τζωρτζίνα αλλά και τα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών της που έχουν φύγει από τη ζωή.
«Όλη η Ελλάδα μιλούσε γι' αυτό που είχε συμβεί στην οικογένειά μου. Είχε ξεκινήσει ένας μύθος γύρω από το όνομά μου. Το έλεγαν τότε «στατιστικό παράδοξο», τρία παιδιά να έχουν χαθεί σε τρία χρόνια και έτσι άρχισε όλη αυτή η δημοσιότητα», είπε στο δικαστήριο και φώναξε με λυγμούς: «Με είχαν καταδικάσει πριν καν θεωρηθώ ύποπτη. Με έπαιρναν τηλέφωνα και μου έλεγαν «να σε γδάρουν στο Σύνταγμα και να σου ρίξουν αλάτι, που πείραξες τα παιδιά», και άλλες απειλές».
Η κατηγορούμενη χαρακτήρισε «απόλυτη ντροπή» δημοσιεύματα με φωτογραφίες της Μαλένας από το νοσοκομείο και το νεκροτομείο.
Όπως είπε στην απολογία της και οι δύο θάνατοι, της Μαλένας και της Ίριδας, είχαν αρχειοθετηθεί, αλλά στη συνέχεια η απώλεια της Τζωρτζίνας τους έφερε ξανά στο προσκήνιο.
«Αυτό που συνέβη με τη Τζωρτζίνα παρέσυρε και τις άλλες δύο υποθέσεις. Μέχρι τότε ήταν στο αρχείο και από την αστυνομία δεν μας είχε ενοχλήσει κανείς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς κάποιοι έγιναν Πυθίες. Για κάποιους σκοπούς που δεν μπορώ να γνωρίζω πώς βγήκαν τέτοια δημοσιεύματα και να παρασύρεται η κοινή γνώμη με τέτοιο μένος χωρίς να γνωρίζει κανείς εμένα, τον τότε σύζυγό μου και την οικογένειά μου», είπε και πρόσθεσε πως μετά την πρώτη συνέντευξη που έδωσε άρχισε ένα «ντόμινο» δημοσιότητας.
«Παρασύρθηκαν; Δεν ξέρω πώς μπορεί ένας δικαστικός να παρασυρθεί από δημοσιεύματα. Είχε αρχίσει ένα γαϊτανάκι, ο Μάνος πότε έφυγε, ποιο είναι το κίνητρο, είχαν βγει ακόμα και αναλυτές φωνής σε εκπομπές!», ανέφερε η κατηγορούμενη και συνέχισε: «Κάποια στιγμή το πράγμα με τους δημοσιογράφους ξέφυγε. Πώς γύρισε όλο αυτό το κλίμα της συμπόνιας στο ότι η μάνα σκοτώνει τα παιδιά για τον πατέρα; Δεν το κατάλαβα ποτέ. Είναι ανόητο, χαζό. Πρέπει να είσαι ψυχασθενής για να βάζεις ένα τέτοιο κίνητρο. Έχω αγανακτήσει».
Η Ρούλα Πισπιρίγκου μίλησε για την ημέρα της σύλληψής της. Ήταν στο σπίτι της και οι αστυνομικοί όπως είπε της ζήτησαν να τους ακολουθήσει χωρίς να της πουν τι συμβαίνει:
«Προς τα τέλη Μαρτίου βγαίνει ένα δημοσίευμα «δολοφόνος η μάνα-τοξικό αέριο». Δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι από τους δημοσιογράφους, μαζεύτηκε κόσμος, φώναζαν «φόνισσα». Ήταν 30 Μαρτίου, έβλεπα Ευαγγελάτο και είπαν ότι βρέθηκε τοξική ουσία. Άρχισα να μιλάω στο μέσεντζερ με τον Μάνο. Αρχικά πιστέψαμε ότι ήταν ένα φάρμακο που έδωσαν τελευταίο στη Τζωρτζίνα. Τότε μου χτυπούν το παράθυρο τρεις άνδρες, ήταν αστυνομικοί.
Μπήκαν μέσα. Φορούσα τις φόρμες του σπιτιού. Μου είπαν να βάλω παπούτσια και να πάμε στον διοικητή για μία διευκρινιστική ερώτηση. «Έλα με τις πιτζάμες, δεν χρειάζεται να πάρεις τον δικηγόρο σου», μου έλεγαν.
Τελικά μου είπαν ότι θα πάμε στη ΓΑΔΑ. Πήρα τους φακέλους του παιδιού και με έβαλαν σε ένα μαύρο τζιπ. Πήγα να πάρω τηλέφωνο τον δικηγόρο μου, τον κ. Λύτρα και μία αστυνομικούς μου χτύπησε το χέρι και μου είπε «τέλος στα κινητά». Μου έβαλαν χειροπέδες, τόσο σφιχτά που μου άφησαν σημάδι, με είδε και ιατροδικαστής», περιέγραψε.
Στη συνέχεια η Ρούλα Πισπιρίγκου κατήγγειλε ότι οι αστυνομικοί στη ΓΑΔΑ τη χτύπησαν και προέβησαν σε εξευτελιστικές συμπεριφορές και την πίεσαν να πει ότι σκότωσε τη Τζωρτζίνα με κεταμίνη.
Με πήγαν σε ένα γραφείο, με «έγδυσαν μου έβγαλαν τα κομποσχοίνια, τα σκουλαρίκια. Κοιτούσα τον τοίχο και μου είπαν να μην γυρίσω να κοιτάξω. Τους ζήτησα να κάνω ένα τσιγάρο, δεν με άφησαν.
Τους ρώτησα «τι συμβαίνει», μου απάντησαν «πες το να τελειώνουμε, δεν θα φάμε όλη τη μέρα εδώ», «το ´φαγες το παιδί με κεταμίνη». Τους είπα δεν ξέρω καν τι είναι η κεταμίνη. Μου έφεραν ένα χαρτί να υπογράψω ότι ξέρω την κεταμίνη.
«Σου έδωσε ο Δασκαλάκης την κεταμίνη, ότι από οίκτο ήθελες να λυτρώσεις το παιδί και θα κανονίσουμε να φας δέκα χρόνια και να είσαι καλά στις φυλακές». Εγώ ζήτησα δικηγόρο. Μου είπαν ότι δεν έχουν συλλάβει το Μάνο, αλλά ότι δεν θέλει να σε ξαναδεί και πως οι δικοί μου θέλουν να πάνε στην Αργετινή για να μην σε ξέρουν. Τότε εγώ είπα «Με έχετε εδώ τόσες ώρες και μου λέτε να πω πράγματα που δεν ισχύουν για να ελαφρύνω τη θέση μου;». Άρχισε ο αστυνομικός να με βαράει «πες το να τελειώνουμε ότι έφαγες τη Τζωρτζίνα, μη μας βρει το πρωί». Με χτυπούσε, «δεν έχω κάνει τίποτα, δεν ξέρω τι μου λέτε, τι έχει γίνει με το παιδί», του έλεγα.
«Αυτοί σε κάψανε, οι γιατροί», μου έλεγε.
Μετά ήρθε εκείνος που με συνέλαβε και άρχισε να μου λέει «πες για τον οίκτο, θα σε σκοτώσουν στη φυλακή». Τότε ήρθε ο δικηγόρος μου ο Απ. Λύτρας και με είδε, το έχει πει σε συνέντευξη ότι ήμουν χτυπημένη.
«Θα πέσεις στα τέσσερα και θα τη φας σαν σκυλί» μου είπε ένας αστυνομικός όταν έτρωγαν πίτες και ζήτησα νερό. Μου την πέταξε και μου είπε αυτό. Εγώ έβαλα τα κλάματα και δεν κουνήθηκα», είπε με λυγμούς η κατηγορούμενη.
Η 35χρονη στράφηκε και κατά του Θάνου Πλεύρη λέγοντας καθεστώς τρομοκράτησης. «Όταν είπα στην απολογία μου για ιατρικό λάθος βγήκε ο τότε υπουργός Υγείας και είπε ότι δεν μπορώ να βγαίνω και να κατηγορώ τους γιατρούς του ΕΣΥ. Δεν έχει σημασία που βγαίνει υπουργός για κατηγορούμενο σε υπόθεση και τρομοκρατεί να μη μιλήσω;» ανέφερε.