ΕΚΛΟΓΕΣ ΗΠΑ
- 06 Νοε 2024
- διεθνή
Στις κάλπες βρέθηκαν χθες εκατομμύρια Αμερικανοί για τις πλέον κρίσιμες εκλογές τόσο για τις ίδιες τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρώπη. Με τα πρώτα αποτελέσματα τα ξημερώματα της Τετάρτης το εκλογικό αποτέλεσμα δεν είναι γνωστό αλλά δεν θα είναι και άμεσα. Η καταμέτρηση της επιστολικής ψήφου παίρνει περισσότερο από την αυτοπρόσωπη. Στις εκλογές του 2020, χρειάστηκε να φτάσουμε στο Σάββατο μετά την ψηφοφορία προκειμένου να είναι σε θέση τα Μέσα να ανακηρύξουν νικητή, ενώ αντίστοιχη ήταν και η διαδικασία στις εκλογές για τη Γερουσία το 2022.
Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από δύο καταρχήν παράγοντες: Πόσο κοντά θα είναι οι δύο υποψήφιοι και πόσο γρήγορα θα καταμετρώνται οι ψήφοι από τις Πολιτείες. Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, ο πρώτος παράγοντας φαίνεται πως θα είναι ο κυρίαρχος στη διαδικασία.
Τα βλέμματα είναι στραμμένα στις επτά κρίσιμες πολιτείες («swing states») που εν πολλοίς θα κρίνουν τον τελικό νικητή:
- Αριζόνα
- Βόρεια Καρολίνα
- Μίσιγκαν
- Νεβάδα
- Ουισκόνσιν
- Πενσιλβάνια
- Τζόρτζια
Σε αυτά τα «swing states» οι πλειοψηφίες είναι εξαιρετικά ευμετάβλητες, σε αντίθεση με τα «safe states», όπου θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι οι περισσότεροι ψηφίζουν παραδοσιακά είτε υπέρ των Ρεπουμπλικανών, είτε υπέρ των Δημοκρατικών.
Στο μεταξύ στο Politico σε άρθρο του εξηγεί τι σημαίνει για την Ευρώπη η εκλογή Τραμπ και τι η εκλογή Κάμαλα Χάρις. Ο Mujtaba Rahman, διευθυντής της συμβουλευτικής εταιρείες πολιτικών κινδύνων, Eurasia Group, που ιδρύθηκε από τον Ian Bremmer, αναλύει στο Politico τα “θετικά” από μια ενδεχόμενη νίκη του Ντόναλντ Τραμπ επί της Κάμαλα Χάρις για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο “παράδοξο” κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο.
Κατά τον Rahman, αυτή τη στιγμή το ευρωπαϊκό μπλοκ περνά μια “βαθιά περίοδο αδιαθεσίας”. Εξηγεί πως η πολιτική στόχευση των δύο μεγάλων “πυρήνων” της ΕΕ, της Γερμανίας και της Γαλλίας είναι “διαλυμένη”, όπως και η μεταξύ τους σχέση. Την ίδια ώρα, ο αναλυτής τονίζει πως η Ένωση έχει μπροστά της τεράστιες προκλήσεις που έχουν να κάνουν με την αδυναμία ηγεσίας, με την υποτονική ανάπτυξη μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ έχει να αντιμετωπίσει μεγάλες δημοσιονομικές προκλήσεις και προκλήσεις που έχουν να κάνουν με νέα αναδυόμενα ζητήματα μετανάστευσης.
Πριν δύο έτη η ΕΕ είχε βρει ένα συνεκτικό ιστό καταφέρνοντας να συνεννοηθεί και να συσπειρωθεί γύρω από το ζήτημα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Γερμανία αποφάσισε να δαπανήσει 100 δισεκατομμύρια ευρώ σε δαπάνες για την πολιτική άμυνας και ασφάλειας. Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επανέφερε άμεσα την αποκατάσταση των στρατηγικών σχέσεων με την Ανατολική Ευρώπη προωθώντας το δόγμα της άμεσης διεύρυνσης του μπλοκ. Ακόμη, η Ένωση υπερέβη τους αυτοεπιβληθέντες δημοσιονομικούς περιορισμούς του για να παράσχει χρηματοδότηση για την Ουκρανία και εφάρμοσε 14 γύρους εκτεταμένων κυρώσεων κατά της πολεμικής μηχανής της Ρωσίας, όπως εξηγεί το Politico.
Η ΕΕ προς ένα νέο “όραμα”;
Ωστόσο, τη δεδομένη χρονική στιγμή αυτή η αίσθηση ευρυθμίας και συνεννόησης δείχνει να έχει χαθεί και παραδόξως, η επιστροφή του πρώην προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο, θα μπορούσε να δώσει ένα νέο όραμα για την ΕΕ, με τον “δύσκολο τρόπο”.
Το Politico τονίζει πως οι πρόωρες εκλογές στη Γαλλία πλήγωσαν την αξιοπιστία του Μακρόν στον διεθνή τομέα, την ώρα που στη Γερμανία, ο ισχύον συνασπισμός δυνάμεων δείχνει πως δεν είναι ικανός να εκπληρώσει τη θητεία του, απειλούμενος άμεσα από ακροδεξιές δυνάμεις.
Τα προβλήματα του μπλοκ δεν είναι φυσικά μόνο γαλλογερμανικά. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα κράτη – μέλη έχουν να κάνουν με την ασφάλεια, την άμυνα, τη μετανάστευση και τη δημοσιονομική πολιτική, ενώ τα ζητήματα των συνόρων, της φορολογίας και της εθνικής ασφάλειας έχουν μπει ξανά στο επίκεντρο της ατζέντας των κυβερνήσεων. Κατά τον Mujtaba Rahman οι κυβερνήσεις της ΕΕ πρέπει να βρουν τρόπους για να καθησυχάσουν τους πολίτες τους, ενώ πολλοί θα καταφύγουν στο να τροφοδοτήσουν περισσότερο τον λαϊκισμό και τον πολιτικό κατακερματισμό.
Οι περισσότεροι ηγέτες της ΕΕ – εκτός από τον Πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, τον Σλοβάκο Ρόμπερτ Φίκο και την πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, “προσεύχονται” για να κερδίσει η νυν αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις. Σε αυτούς που στηρίζουν Τραμπ, φυσικά συγκαταλέγεται και η Λεπέν.
Οι φόβοι τους είναι τέσσερις:
Η πιθανή αποχώρηση του Τραμπ από το ΝΑΤΟ και το τέλος της δέσμευσης της Αμερικής να διατηρήσει την ευρωπαϊκή ήπειρο ασφαλή. Η μονομερής επιβολή συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας σε αντίθεση με τα συμφέροντα του Κιέβου και των Βρυξελλών. Οι εμπορικοί δασμοί που ενδέχεται να επανέλθουν. Και φυσικά η επιρροή του Τραμπ στην ακροδεξιά της ΕΕ που βρίσκεται σε άνοδο.
Κατά την ανάλυση που παρουσιάζει το Politico ωστόσο, μια πιθανή δεύτερη θητεία του Τραμπ θα ανάγκαζε την Ευρώπη να “ενωθεί” πιο στενά ως προς τα ζητήματα της ασφάλειας και της άμυνας του μπλοκ, μια ιδέα που αρχικά προωθήθηκε από τον Μακρόν και υποστηρίχθηκε από τη νέα Ύπατη Εκπρόσωπο της ΕΕ Κάγια Κάλας. Η ιδέα βρίσκει μεγαλύτερη απήχηση στη Βόρεια Ευρώπη αλλά έχασε τη δυναμική της μετά τις εκλογές που προκήρυξε ο Μακρόν. Το “σοκ” μιας δεύτερης θητείας Τραμπ θα αναζωπύρωνε τις συζητήσεις για την άμυνα, τους εξοπλισμούς και την συνολική ασφάλεια και θα έκανε τη Γερμανία να έρθει πιο κοντά στον Μακρόν ως προς το συγκεκριμένο θέμα.
Παράλληλα, ο πρώην πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, προειδοποιεί για επενδυτικό κενό 800 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, κάτι που μπορεί να καλυφθεί μόνο με πιο κοινή χρηματοδότηση. Απαιτείται επίσης μια διαφορετική προσέγγιση στη βιομηχανική και δημοσιονομική πολιτική σε ολόκληρη την ΕΕ που, πάλι, θα ξεκινούσε από τη Γερμανία. Τα παραπάνω, σύμφωνα πάντα με την εν λόγω ανάλυση, θα μπορούσαν να “ξεκλειδωθούν αναγκαστικά” αν ξεκινήσει νέος εμπορικός πόλεμος από τον Τραμπ.
Η επιστροφή του πρώην προέδρου των ΗΠΑ στο “τιμόνι” θα μπορούσε επίσης να έχει δύο επιπλέον ευεργετικά αποτελέσματα για την Ευρώπη:
Θα έκανε την ΕΕ να αναθεωρήσει τον προϋπολογισμό της και να ξοδέψει περισσότερα για τις αγροτικές επιδοτήσεις και τα ταμεία συνοχής. Ακόμη, θα μπορούσε να προωθήσει μια νέα σύνδεση του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ και να φέρει τις δύο πλευρές και πάλι, πιο κοντά.