ΤΙ ΛΕΝΕ ΣΕΤΕ ΚΑΙ ΞΕΝΟΔΟΧΟΙ
- 21 Sep 2023
- οικονομία
Πολλαπλών ταχυτήτων, με διαφορές, δηλαδή, είναι τα σχόλια για τις νέες ρυθμίσεις σε ακίνητα και βραχυχρόνιες μισθώσεις από τον κλάδο του τουρισμού και των ιδιοκτητών.
Άμεσες είναι οι αντιδράσεις στις ρυθμίσεις για τη βραχυχρόνια μίσθωση και τον ειδικό φόρο διαμονής έχουν ήδη καταγραφεί αντιδράσεις. Από τον τουρισμό χαρακτηρίζεται θετικό το ότι γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθούν ίσοι όροι ανταγωνισμού με την επιβολή τελών στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, ωστόσο καταγράφεται προβληματισμός για το ύψος του ειδικού φόρου διαμονής. Από τους ιδιοκτήτες μεταφέρεται μια έντονη κριτική για την επιβολή ΦΠΑ αλλά και ένας προβληματισμός για την κατάργηση των μετρητών.
Πιο συγκεκριμένα με επιστολή του προς το οικονομικό επιτελείο και την Υπουργό Τουρισμού, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, Γιάννης Παράσχης, τονίζει ότι είναι θετικές οι εξαγγελίες της Κυβέρνησης για το πλαίσιο της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Ωστόσο αναφέρει ότι “η εξαγγελθείσα αύξηση στο φόρο διαμονής με τέλος αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στα καταλύματα, σε ποσοστά μάλιστα της τάξεως 150 – 200%, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, προκαλεί προβληματισμό, καθώς λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την ανταγωνιστικότητα του ευρύτερου ελληνικού τουριστικού προϊόντος.”
Ειδικότερα ο ΣΕΤΕ επισημαίνει:Ο ΣΕΤΕ, καθώς και τα μέλη του, διαχρονικά στέκεται στο πλευρό της κοινωνίας, της επιχειρηματικότητας και της Πολιτείας, με αίσθημα ευθύνης και προσανατολισμό σε βιώσιμες και αμοιβαία αποδοτικές δράσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, αποτιμούμε θετικά τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης για το πλαίσιο της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Πρόκειται για ένα διαχρονικό ζητούμενο για τον τομέα, για το οποίο έχει κατατεθεί σειρά προτάσεων, προκειμένου η οικονομία της φιλοξενίας στη χώρα να λειτουργεί με ίσους όρους ανταγωνισμού και να διασφαλίζει σημαντικά έσοδα για το κράτος και τις σωστές προϋποθέσεις για ποιοτικές υπηρεσίες για τον επισκέπτη. Αναμένουμε την περαιτέρω εξειδίκευση των ρυθμίσεων για να τοποθετηθούμε εποικοδομητικά.
Ταυτόχρονα όμως, η εξαγγελθείσα αύξηση στο φόρο διαμονής με τέλος αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στα καταλύματα, σε ποσοστά μάλιστα της τάξεως 150 – 200%, χωρίς προηγούμενη διαβούλευση, προκαλεί προβληματισμό, καθώς λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την ανταγωνιστικότητα του ευρύτερου ελληνικού τουριστικού προϊόντος.
Αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε την ανάγκη για την αποκατάσταση των ζημιών από τις φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη χώρα. Η χρηματοδότηση του Ταμείου Φυσικών Καταστροφών δεν μπορεί όμως να είναι ευθύνη μόνο ενός κλάδου της ελληνικής οικονομίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο φόρος διαμονής αποτελεί ένα εισπρακτικό μέτρο που επιβίωσε της εποχής των μνημονίων και για το οποίο ο ΣΕΤΕ έχει εκφράσει επανειλημμένα το αίτημα για κατάργησή του, ή/και την αναπροσαρμογή του με τρόπο ανταποδοτικό.
Ο ΣΕΤΕ, με την Εθνική Στρατηγική για τον Τουρισμό 2030 Ι Σχέδια Δράσης, έχει επισημάνει την ανάγκη για χωρική και χρονική επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και ισόρροπη ανάπτυξη προορισμών, και έχει προτείνει ευρύ πλέγμα δράσεων προς την κατεύθυνση αυτή. Η προσαύξηση στον φόρο διαμονής με την επιβάρυνση του εν λόγω τέλους, δεν λαμβάνει υπ’ όψη τα πραγματικά επίπεδα τιμών των καταλυμάτων, αλλά και τις εποχικές και γεωγραφικές διακυμάνσεις, υπονομεύοντας τους στόχους αυτής της Εθνικής Στρατηγικής.
Σήμερα, έχουμε την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις με μακροπρόθεσμη στρατηγική και στοχευμένα μέτρα τα οποία πρέπει να προκύπτουν από διαβούλευση και τα οφέλη των οποίων πρέπει να διοχετεύονται στις τοπικές κοινωνίες και τα απαραίτητα έργα υποδομών και θωράκισης έναντι φυσικών καταστροφών.
Στο πλαίσιο αυτό, ζητούμε από την Πολιτεία να υπάρξει άμεση διαβούλευση με τους φορείς του κλάδου του τουρισμού, ώστε από κοινού να αντιμετωπίζονται οι προκλήσεις, με τον πιο επωφελή τρόπο για το σύνολο της κοινωνίας και πάντα με γνώμονα τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Τα αποτελέσματα της ρύθμισης αυτής στον ανταγωνισμό αλλά και στα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί η ανεξέλεγκτη δραστηριότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων απομένει να εκτιμηθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα, αναφέρει το ΞΕΕ.
Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου αναφορικά με τις πρόσφατες εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδος κ. Αλέξανδρος Βασιλικός, τόνισε τα εξής :
“Η εξαγγελθείσα από την Κυβέρνηση ρύθμιση για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι ένα πρώτο θετικό βήμα, το οποίο υιοθετεί την πάγια θέση του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου της Ελλάδας για το διαχωρισμό των απλών πολιτών που διαμοιράζουν το ακίνητό τους για να ενισχύσουν το προσωπικό εισόδημά τους, από όλους αυτούς που επί τόσα χρόνια, ασύδοτα και χωρίς κανόνες, ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα.
Τα αποτελέσματα της ρύθμισης αυτής στον ανταγωνισμό αλλά και στα κοινωνικά προβλήματα που δημιουργεί η ανεξέλεγκτη δραστηριότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων απομένει να εκτιμηθούν στο αμέσως επόμενο διάστημα, όπως άλλωστε και οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος από την ανακοίνωση της αύξησης του τέλους διαμονής στα ξενοδοχεία.
Στην κατεύθυνση αυτή, το ΞΕΕ με τη ιδιότητα του θεσμικού συμβούλου της Πολιτείας, θα παρακολουθεί και θα αξιολογεί τις εξελίξεις στην αγορά της φιλοξενίας, παραμένοντας σε διαρκή διάλογο με την κυβέρνηση”.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων
Παράλληλα, με ανάρτησή του ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας – ΠΟΞ κ. Γρηγόρη Τάσιου, σχετικά με τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ ανέφερε:
“Η πρώτη ουσιαστικά μετά από 9 χρόνια προσπάθεια ρύθμισης των βραχυχρόνιων μισθώσεων αποτελεί ασφαλώς θετική εξέλιξη. Την αναμέναμε μετά από μια σειρά πιέσεων και διαρκών διαβουλεύσεων του κλάδου με τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Παρέμενε ως εκκρεμότητα και ήταν μια αδικία που έπρεπε να αποκατασταθεί για να μπει τέλος στην ασυδοσία εκείνων που εκμεταλλεύονταν το νομοθετικό κενό για να στήσουν ολόκληρες επιχειρηματικές δραστηριότητες εις βάρος των κρατικών ταμείων, της κοινωνίας και του κλάδου μας που συμβάλλει τα μέγιστα στην αύξηση των δημοσίων εσόδων και στην ενίσχυση της απασχόλησης. Πλέον, κάθε μορφής επαγγελματική δραστηριότητα στη διαμονή θα έχει ανάλογες φορολογικές επιβαρύνσεις με τα ξενοδοχεία και έτσι γίνεται ένα πρώτο σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση του να διαμορφωθεί ένα υγιές πλαίσιο ανταγωνισμού στην αγορά, με ίσους όρους. Μένει να δούμε όλα τα επιμέρους ζητήματα στην τελική ρύθμιση που θα ισχύσει, ώστε να τοποθετηθούμε στο σωστό χρόνο για τυχόν βελτιώσεις στο πλαίσιο που θα διαμορφωθεί.
Αναφορικά με τον Φόρο Διαμονής που πλέον μετατρέπεται σε Πράσινο Τέλος, είναι γνωστή η διαχρονική απαίτηση του κλάδου για την κατάργησή του – πρόκειται για ένα φόρο κατάλοιπο από την εποχή των μνημονίων που θεσπίστηκε το 2016 προκειμένου να καλυφθεί το χρέος της χώρας. Η μετατροπή του ανωτέρω φόρου σε Πράσινο Τέλος μας δίνει την ικανοποίηση πως το συγκεκριμένο ποσό θα δοθεί σε έργα που θα βοηθήσουν τη χώρα μας, τους προορισμούς και τους συμπολίτες μας που πλήττονται από φυσικές καταστροφές και ακραία φαινόμενα και άρα κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ο Φόρος Διαμονής από την ψήφιση του μέχρι σήμερα, επιβάλλεται οριζόντια σε όλα τα ξενοδοχεία της χώρας παραβλέποντας τις ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής και τις τεράστιες αποκλίσεις στις τιμές εκμίσθωσης του κάθε δωματίου. Μετά την μετατροπή του σε Πράσινο Τέλος, αν δεν αλλάξει ο τρόπος υπολογισμού του και διαμορφωθεί στα επίπεδα που πληροφορούμαστε από τα σχετικά δημοσιεύματα, θα είναι αρκετές οι περιπτώσεις των ξενοδοχείων που το συγκεκριμένο τέλος θα φθάνει ή και θα υπερβαίνει το 10% της τιμής εκμίσθωσης του δωματίου (παράδειγμα ο πελάτης ξενοδοχείου 5* στη Ξάνθη με τιμή εκμίσθωσης του δωματίου 109 ευρώ θα επιβαρύνεται με Πράσινο Τέλος 10,00 ευρώ), ενώ σε άλλες περιπτώσεις το ποσό θα είναι κυριολεκτικά αμελητέο (βίλα που νοικιάζεται βραχυχρόνια στη Μύκονο με μίσθωμα 1.800,00 ευρώ θα επιβαρύνεται με Πράσινο Τέλος 1,5 ευρώ).
Ενόψει των ανωτέρω είναι ευκαιρία το συγκεκριμένο μέτρο να σχεδιαστεί από την αρχή, πιο ορθολογικά, προκειμένου να επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα στη κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, χωρίς τον κίνδυνο να μειώσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας μας ως τουριστικού προορισμού. Στόχος μας παραμένει, μετά την κατάργηση του συγκεκριμένου έκτακτου όπως εξαγγέλθηκε τέλους, τα σχετικά έσοδα, ορθολογικά κατανεμημένα, με βάση την παλαιότερη πρότασή μας περί ανταποδοτικότητας, να δίδονται στην Αυτοδιοίκηση (Δήμοι, Περιφέρειες) για να γίνουν έργα για την ενίσχυση των αναγκαίων τουριστικών υποδομών και με αυτόν τον τρόπο να παραμείνουμε επί της ουσίας ανταγωνιστικοί”.