ΑΝΑΠΤΥΞΗ 2,5% ΚΑΙ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ 2,8% «ΒΛΕΠΕΙ» ΓΙΑ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
- 28 Jun 2024
- οικονομία
Στο συμπέρασμα ότι οι μειώσεις των συντελεστών ΦΠΑ οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων σε βάρος των καταναλωτών, κατέληξε μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, με αφορμή τον δημόσιο διάλογο που έχει αναπτυχθεί για την προοπτική μειώσεων της έμμεσης φορολογίας στη χώρα.
Όπως προκύπτει από τα όσα αναφέρονται στην τριμηνιαία Έκθεση του ΓΠΚΒ, «έπειτα από ενδελεχή ανάλυση πλήθους προϊόντων σε 27 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις επιπτώσεις που αποφέρουν μεταβολές (αυξομειώσεις) του ΦΠΑ στις τελικές τιμές καταναλωτή, προκύπτουν τρία ενδιαφέροντα ευρήματα.
Πρώτον, ένα μικρό μόνο μέρος των μειώσεων του ΦΠΑ, περίπου 6%, διαχέεται στις τελικές τιμές και μόνο βραχυχρόνια. Αντιθέτως οι αυξήσεις ΦΠΑ διαχέονται στις τελικές τιμές κατά 34% περίπου. Επιπλέον, η επαναφορά των συντελεστών ΦΠΑ οδηγεί σε δυσανάλογες αυξήσεις τιμών, γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του καταναλωτή.
Δεύτερον, μετά από ένα χρονικό διάστημα 10 μηνών που ακολουθεί τη μείωση του ΦΠΑ, οι τιμές καταναλωτή επανέρχονται στα επίπεδα που βρίσκονταν πριν τη μείωσή του.
Τρίτον, οι μειώσεις του ΦΠΑ φαίνεται να οδηγούν σε αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων σε βάρος των καταναλωτών.
Τα πρώτα ευρήματα μελέτης που εστιάζει στο παράδειγμα της Ισπανίας δείχνουν ότι η σχεδόν πλήρης διάχυση της μείωσης ΦΠΑ κατά τους πρώτους μήνες υποχωρεί σημαντικά εντός τριμήνου. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αλλά και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά, σε σχέση με την ισπανική, το Γραφείο εκτιμά ότι η όποια επίπτωση στις τελικές τιμές καταναλωτή από μείωση του ΦΠΑ στην Ελλάδα, εάν υπάρχει, αναμένεται να είναι μικρότερη ή πολύ μικρότερη καθώς και πιο βραχύβια από αυτή στην Ισπανία.
Συνυπολογίζοντας το δημοσιονομικό κόστος, το Γραφείο εκτιμά ότι οι όποιες προτεινόμενες μειώσεις του ΦΠΑ δεν αποτελούν κατάλληλο εργαλείο για τη λύση του δομικού προβλήματος της «ακρίβειας».
Αξιοσημείωτο ότι η ανάλυση δείχνει πως τα επιχειρηματικά κέρδη είχαν υπερδιπλάσια συνεισφορά στη σωρευτική αύξηση του αποπληθωριστή ΑΕΠ μέχρι το 2024 σε σχέση με το μισθολογικό κόστος.
Αντίθετα, το Γραφείο, όπως επισήμανε και στην προηγούμενη τριμηνιαία έκθεση, θεωρεί ως απαραίτητα μέτρα την ενίσχυση του ανταγωνισμού με την άρση γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων για είσοδο νέων επιχειρήσεων, όπως και την ενδυνάμωση και εκπαίδευση των καταναλωτών με πληροφορίες μέσω ψηφιακών εργαλείων για τη σύγκριση τιμών και χαρακτηριστικών προϊόντων, ώστε να διαθέτουν ικανή πληροφόρηση για να λαμβάνουν ορθολογικές αποφάσεις στις αγορές τους.
Ανάπτυξη 2,5%…
Όσον αφορά στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, το ΓΠΚΒ σημειώνει ότι μετά από δύο συνεχόμενα τρίμηνα επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, η ελληνική οικονομία επανήλθε σε υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης. Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πρώτο τρίμηνο του 2024, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) παρουσίασε αύξηση 2,1% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2023 (έναντι αύξησης κατά 0,4% στην Ευρωζώνη). Η αναζωπύρωση της οικονομικής δραστηριότητας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και την αύξηση των επενδύσεων.
Η επικαιροποιημένη εκτίμηση του Γραφείου για τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας για το 2024 είναι 2,5%. Η εκτίμηση του Γραφείου είναι συμβατή με άλλες επικαιροποιημένες προβλέψεις που έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα της Ελλάδος, που τοποθετούν τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2024 μεταξύ 2,0% και 2,5%.
Στην Έκθεση επισημαίνονται ακόμα τα εξής:
Οι επενδύσεις σε πάγιο και ανθρώπινο κεφάλαιο αποτελούν βασικό πυλώνα για την ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας μακροχρόνια. Οι επενδύσεις διαδραματίζουν καίριο ρόλο καθώς συνεισφέρουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και τη δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Η Ελλάδα πρέπει να καλύψει το μεγάλο επενδυτικό κενό, για το 2023 περίπου 8% του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο Ευρωζώνης, απότοκο της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Οι αναταράξεις των τελευταίων ετών, η αυξημένη αβεβαιότητα και η έλλειψη χρηματοδότησης, καθυστερούν τη συστηματική έκρηξη επενδύσεων. Είναι επομένως εξαιρετικά κρίσιμο να επιταχυνθεί η διάχυση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ώστε να καλυφθεί ένα σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της χώρας. Παράλληλα, με αιχμή του δόρατος το νέο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη χρηματοδότηση επενδύσεων υψηλής τεχνολογίας και προστιθέμενης αξίας.
Η στρατηγική του ΟΔΔΗΧ για πρόωρη αποπληρωμή μέρους του χρέους ύψους 12 δισ. ευρώ μέσα στο 2024 καθώς και η ανακατανομή του χαρτοφυλακίου του προς μακροχρόνιες ομολογιακές εκδόσεις, εξοικονομεί πόρους από τους τόκους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου συμβάλλοντας στη βελτίωση του ελλείμματος.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, για τον Μάιο 2024, παρατηρούμε ισχυρή αποκλιμάκωση που διαμόρφωσε το μέγεθός του στο 2,4%, σημαντικά χαμηλότερα από αυτό του Απριλίου (3,2%). Σημαντική εξέλιξη αποτελεί και η υποχώρηση για πρώτη φορά από τον Οκτώβριο του 2023 του πληθωρισμού τροφίμων στο 2,3% τον Μάιο, από 4,8% τον Απρίλιο, ο οποίος βρίσκεται πλέον κάτω από τον αντίστοιχο μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,6%).
Συμπερασματικά, «οι προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας είναι θετικές για το 2024 και αναμένουμε η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί ταχύτερα από την Ευρωζώνη. Ωστόσο, το ευμετάβλητο εξωτερικό περιβάλλον, και ιδιαίτερα οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, αυξάνουν τις αβεβαιότητες για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις παραμένουν. Η ελληνική οικονομία έχει να καλύψει ένα μεγάλο επενδυτικό κενό ενώ καλείται να διαχειρισθεί και τις μελλοντικές συνέπειες στο περιβάλλον και τον παραγωγικό ιστό από την κλιματική αλλαγή. Για τον λόγο αυτό απαιτείται η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την επιτάχυνση των επενδύσεων και την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης τόσο βραχυχρόνια όσο και, κυριότερο, μακροχρόνια».