ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 70 ΧΡΟΝΙΑ
- 15 Feb 2023
- επικαιρότητα
Η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει κατά μέσο όρο 0,7 καύσωνες ετησίως από το 1950 έως το 2020, αλλά η μέση αυτή τιμή έχει αυξηθεί σε 1,1 καύσωνα ετησίως από το 1990 έως το 2020.
Η διάρκεια των επεισοδίων καύσωνα κυμαίνεται από 3,7 έως 7,5 ημέρες κατά μέσο όρο. Υπάρχει γενικότερα αυξητική τάση σε όλα τα χαρακτηριστικά των καυσώνων (ένταση, διάρκεια, συχνότητα εμφάνισης) κατά την περίοδο 1950-2020. Οι περιοχές της Ελλάδας που βιώνουν τουλάχιστον έναν καύσωνα ετησίως, έχουν σχεδόν διπλασιαστεί από το 1990 και μετά.
Οι περιοχές της χώρας μας στις οποίες έχει σημειωθεί η μεγαλύτερη αύξηση των επεισοδίων καύσωνα, είναι το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, καθώς και τα δυτικά τμήματα της Ηπείρου και της Πελοποννήσου. Επίσης, κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες εντοπίστηκε μια ιδιαίτερα μεγάλη αύξηση στον αριθμό των καυσώνων που σημειώθηκαν τον μήνα Ιούνιο.
Τα παραπάνω αποτελούν τα βασικά συμπεράσματα μιας μελέτης των ερευνητών της μονάδας meteo.gr του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (Ε. Γαλανάκη, Χ. Γιάνναρος, Β. Κοτρώνη, Κ. Λαγουβάρδος, Γ. Παπαβασιλείου), που δημοσιεύθηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Climate», σχετικά με την κλιματολογική μεταβολή των καυσώνων και άλλων δεικτών που σχετίζονται με τη θερμική αίσθηση του ανθρώπινου σώματος στην Ελλάδα. Η μελέτη αφορά στη χρονική περίοδο 1950-2020 και για την εκπόνησή της χρησιμοποιήθηκαν μετεωρολογικά δεδομένα υψηλής ανάλυσης (10 χλμ.) από τη βάση δεδομένων ERA5-Land της ευρωπαϊκής υπηρεσίας Copernicus.
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι παρατεταμένες περίοδοι με πολύ υψηλές θερμοκρασίες, δηλαδή οι καύσωνες, επηρεάζουν την θερμοφυσιολογία του ανθρώπου δημιουργώντας θερμικό στρες, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε πρόωρο θάνατο.
Οι καύσωνες θεωρούνται το πιο θανατηφόρο καιρικό φαινόμενο. Για τους λόγους αυτούς, οι κλιματολογικές αναλύσεις των χαρακτηριστικών και των τάσεων των καυσώνων μπορούν να έχουν σημαντική συνεισφορά στη δημιουργία ενός συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης καυσώνων καθώς και στην αποτελεσματική εφαρμογή σχεδίων προσαρμογής και βελτίωσης της ετοιμότητας από τις τοπικές αρχές.