ΑΕΠ
- 09 Mar 2023
- επικαιρότητα
Ανάπτυξη της τάξης του 5,9% επετεύχθη, με βάση τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ, στην ελληνική οικονομία πέρυσι, μετά και την άνοδο του ΑΕΠ κατά 5,2% το δ’ τρίμηνο του 2022.
Η επίδοση αυτή δημιουργεί, αναμφισβήτητα, μια ισχυρή αφετηρία για το 2023 ειδικά για τα ζητήματα της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων. Ωστόσο, αξίζει να δει κάποιος/α πίσω από τις γραμμές για να δει τη “συμβολή” του πληθωρισμού στην όλη επίδοση, αλλά και να καταγράψει τι σημαίνει για τα νοικοκυριά η άνοδος του ΑΕΠ.
Σε σχέση με τη “θετική μετενέργεια” της πορείας του ΑΕΠ θα πρέπει να σημειωθεί ότι:
Η άνοδος κατά 5,9% (με τον προϋπολογισμό να προβλέπει 5,6%) του ΑΕΠ σε απόλυτες τιμές οδηγεί, για το 2022, σε αποτέλεσμα 192,1 δισ. ευρώ έναντι 181,3 δισ. ευρώ το 2021. Αυτό δημιουργεί καλύτερες συνθήκες τόσο για το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού όσο και για το δημόσιο χρέος ως ποσοστού του ΑΕΠ.
Οδηγεί, μετά από δύο χρόνια, στην ανάκτηση του χαμένου εδάφους από την πανδημία. Υπενθυμίζεται ότι το 2019 σε όρους όγκου ανήλθε σε 194,4 δισ. ευρώ έναντι 190,8 δισ. ευρώ το 2018 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1,9%. Το ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές το 2019 ανήλθε σε 187,5 δισ. ευρώ έναντι 184,7 δισ. ευρώ το 2018 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 1,5%. Βέβαια, οι περισσότερες χώρες της ΕΕ κατάφεραν σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα να επανέλθουν στα προ πανδημίας επίπεδα.
Η κίνηση του ΑΕΠ εισφέρει στην περαιτέρω αποκλιμάκωση του ελλείμματος και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχος φέτος, καθώς δείχνει μια σημαντική δυναμική της οικονομίας, κάτι που μεταφράζεται και σε έσοδα για το κρατικό ταμείο, αλλά και σε μια βελτιωμένη λογιστική αποτύπωση των περυσινών δεδομένων. Σύμφωνα, μάλιστα, με τις τελευταίες πληροφορίες το πρωτογενές έλλειμμα το 2022 αναμένεται να κατέλθει στην περιοχή του 1,3% - 1,2% του ΑΕΠ έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για 1,6% του ΑΕΠ. Για το 2023 προβλέπεται πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ με τον στόχο να χαρακτηρίζεται ρεαλιστικό από τις αρμόδιες πηγές
Βελτιώνει το λόγο δημοσίου χρέους/ΑΕΠ, πού λόγω πληθωρισμού, βέβαια, “κουρεύεται” ( από 168,9% του ΑΕΠ το 2022 και στο 159,3% του ΑΕΠ το 2023) μένοντας βέβαια πάντα σε υψηλά επίπεδα, της τάξης των 357 δισεκ. το 2023 σε απόλυτους αριθμούς με το ακαθάριστο νούμερο να είναι στα 400 δισεκ.
Επίσης οι θετικές εξελίξεις στο ΑΕΠ και στο μέτωπο της ενέργειας με την πτώση των τιμών φυσικού αερίου αφήνουν περιθώρια για βελτίωση της εικόνας μεγέθυνσης του ΑΕΠ για φέτος. Έτσι, εάν και ο τουρισμός πάει καλά φέτος, βελτιωθεί συνολικά η εικόνα στην ΕΕ, σημείο αναφοράς των εξαγωγών μας, είναι πιθανό η από το εκτίμηση για 1,8 να φτάσουμε στο 2%, αν και βέβαια είναι ακόμη νωρίς για να υπάρξει ασφαλής εικόνα.
Πάντως, όπως αναφέρουν, πηγές του ΥΠΟΙΚ, έχει ιδιαίτερη σημασία η ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για το δ' τρίμηνο του χρόνου, καθώς δίνει την ολοκληρωμένη εικόνα για το σύνολο του προηγούμενου χρόνου αλλά και μια προβολή, για φέτος, στοιχείων που δίνουν κι ένα τόνο στις αγορές ενόψει και των επικείμενων αξιολογήσεων από μεγάλους οίκους
Σημεία προβληματισμού
Πάντως η πορεία της οικονομίας ενέχει και σημεία που θα πρέπει να προσεχθούν. Το ένα έχει να κάνει με τον πληθωρισμό. Σίγουρα δημιουργεί μια “θετική μετενέργεια” καθώς “φουσκώνει” τις τιμές και αυξάνει τα μεγέθη. Μια προσέγγιση της πορείας της οικονομίας με αποπληθωρισμένες τιμές μπορεί να δείξει μια διαφορετική εικόνα. Ουσιαστικά έτσι μπορεί να φανεί η πραγματική εικόνα βελτίωσης, πέρα από τους “παραμορφωτικούς” φακούς των πληθωρισμένων τιμών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι που ενδέχεται να επηρεάσουν μεσοπρόθεσμα την ελληνική οικονομία. Ο πρώτος συνδέεται με τον πληθωρισμό που, παρά τη θετική του επίδραση στα δημόσια οικονομικά, αποτελεί τη βασική αιτία “κουρέματος” των πραγματικών εισοδημάτων, κυρίως εκείνων που η ονομαστική τους αύξηση υπολείπεται του ρυθμού αύξησης των τιμών. Επίσης οι εισοδηματικές απώλειες από την κούρσα των τιμών στα τρόφιμα που αυξάνονται με ρυθμό διπλάσιο του πληθωρισμού, οδηγεί σε απόγνωση ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, που βλέπει εαυτόν εκτός της πορείας ανάπτυξης της χώρας.
Σίγουρα, επίσης, πρέπει να αποτυπωθεί και η συνεισφορά των επιδοτήσεων του Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης στις επιδόσεις του 2022 για να φανεί και το εύρος επίδρασής τους. Δεν μπορεί επίσης να μη δει κάποιος/α ότι η κατανάλωση συνεχίζει να έχει βαρύνοντα ρόλο σε σχέση με π.χ. τις επενδύσεις στην ανάπτυξη, όπως και το ότι υστερούν οι επενδύσεις είναι σε σχέση με τους μέσους όρους των άλλων χωρών της ΕΕ στη στάθμιση του ΑΕΠ.
Επίσης η πρόθεση της ΕΚΤ να συνεχίσει τις αυξήσεις στο βασικό επιτόκιο αυξάνει κόστη στις επιχειρήσεις και προσθέτει βάρη στα νοικοκυριά, όσων τουλάχιστον αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο όγκο υποχρεώσεων από δάνεια.
Η Αντιπολίτευση
‘Ηδη, η Αντιπολίτευση συστήνει να μην υπάρχουν πανηγυρισμοί και στέκεται στην αφαίμαξη των εισοδημάτων των νοικοκυριών από τον πληθωρισμό και την ακρίβεια. Μόλις πριν λίγες μέρες η Έφη Αχτσιόγλου, βουλευτής Επικρατείας και τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία έκανε λόγο για “λεηλασία του εισοδήματος”.
“Μόνο τον Ιανουάριο τα έσοδα από ΦΠΑ ήταν αυξημένα κατά 751 εκατ. σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού. Ήδη το 2022 η αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ ξεπέρασε τα 4 δισ.
Η λεηλασία του εισοδήματος των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων συνεχίζεται με αμείωτη ένταση. Την ίδια ώρα η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργεί η αφαίμαξη των πολιτών. Μια αφαίμαξη που οργανώνεται και συντηρείται από την ίδια. Αρνούμενη να μειώσει το ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης, η ΝΔ εκμεταλλεύεται τον πληθωρισμό, για να εμφανιστεί στη συνέχεια με δήθεν κοινωνικό προφίλ να μοιράσει ψηφοθηρικού χαρακτήρα pass λίγων ευρώ, ενώ έχει αφαιρέσει τα πολλαπλάσια από τους πολίτες”.
Από την πλευρά του το ΠΑΣΟΚ με ανακοίνωσή του Τομέα Οικονομίας αναφορικά με την πορεία του ΑΕΠ σημειώνει ότι “η διόρθωση προς τα πάνω του ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς από την κυβέρνηση. Πρώτον, διότι η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ τονίζει τον προσωρινό χαρακτήρα της ταξινόμησής των εσόδων από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης ως φόρων -αντί επιδοτήσεων, πράγμα που επιδρά αυξητικά στο ΑΕΠ-, καθώς εκκρεμεί η έκδοση κατευθυντήριων οδηγιών για το ζήτημα αυτό από τη Eurostat.
Και δεύτερον, διότι τα βασικά δημοσιονομικά μεγέθη και τα ποιοτικά στοιχεία του ΑΕΠ εγείρουν έντονο προβληματισμό. Η αναποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης φαίνεται από το γεγονός ότι δαπάνησε 55 δισεκ. ευρώ την τριετία 2019-2022, αλλά ο ρυθμός αναπλήρωσης του χαμένου ΑΕΠ της πανδημίας δεν ήταν ανάλογος με άλλα κράτη μέλη που ξόδεψαν λιγότερα χρήματα.
Αναφέρουμε επίσης την εκτόξευση του ακαθάριστου δημόσιου χρέους, το οποίο ξεπερνά τα 400 δισεκ. ευρώ, αλλά και των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες στα 2,3 δισ. ευρώ το 2022 από 1,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2021, καθώς και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των πολιτών στο Δημόσιο κατά 7,3 δισεκ. ευρώ για το 2022.
Το εμπορικό έλλειμμα, ακόμα και στο τελευταίο τρίμηνο του έτους στο οποίο ο ρυθμός ανάπτυξης διορθώθηκε προς τα πάνω, οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 7,5% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2021, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν μείωση κατά 3,5% σε σχέση με το 4o τρίμηνο του 2021.
Η κατανάλωση δε, εξακολουθεί να αποτελεί το 80% του ΑΕΠ, μακράν το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ 27. Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, οι μισές σχεδόν άμεσες ξένες επενδύσεις αφορούν μη παραγωγικούς τομείς, όπως τα ακίνητα και τον χρηματοπιστωτική τομέα.
Την ίδια στιγμή οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ (περίπου 15%) υπολείπονται κατά πολύ του μέσου όρου στην ΕΕ (21,9%) και αδυνατούν να κλείσουν το τεράστιο επενδυτικό κενό, των 94 δισεκ. ευρώ, της προηγούμενης δωδεκαετίας της κρίσης.
Οι πληθωριστικές πιέσεις δοκιμάζουν τις αντοχές της κοινωνίας και της οικονομίας, ενώ το άνοιγμα των επιτοκίων καταθέσεων σε σχέση με το επιτόκιο δανεισμού από τις τράπεζες δοκιμάζει τους πιο ευάλωτους δανειολήπτες.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής έχει καταθέσει ένα επεξεργασμένο πρόγραμμα ριζικής αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος, με πολλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας για τον ελληνικό λαό και ιδιαίτερα για τις νεότερες γενιές” καταλήγει το ΠΑΣΟΚ.